Αποζημίωση για την Χρήση Συζυγικής Στέγης – Νομολογία

Απόφαση 1794/2025 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
(Ειδική Διαδικασία Διαφορών από την Οικογένεια, το Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση)

ioannidou aikaterini

Η παρούσα απόφαση αφορά αγωγή αποζημίωσης, η οποία εκδικάσθηκε κατά την Ειδική Διαδικασία Διαφορών από την Οικογένεια, το Γάμο και την Ελεύθερη Συμβίωση.

Πραγματικά Περιστατικά

Αντικείμενο της αγωγής ήταν η καταβολή αποζημίωσης για την απώλεια της χρήσης της συζυγικής στέγης από τον κύριο του ακινήτου σύζυγο.
Η απώλεια χρήσης της συζυγικής στέγης από τον ενάγοντα προέκυψε κατόπιν έκδοσης προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία διέταξαν την μετοίκησή από αυτή λόγω πράξεων ενδοοικογενειακής βίας του ιδίου κατά της συζύγου του , βάσει του Ν. 3500/2006. Η δε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων βασίστηκε σε Απόφαση του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε ο ενάγων για απλή σωματική βλάβη σε βάρους της συζύγου του (εναγομένης) κατά τη διάρκεια του γάμου.

Ο ενάγων με την αγωγή του ζήτησε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο ρύθμισης της οικογενειακής στέγης και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου την καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος από την εναγόμενη και στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 1393 ΑΚ.

Δικανικό Σκεπτικό

Το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, απέρριψε την αγωγή.
Έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι επιείκειας για την επιβολή εύλογου ανταλλάγματος υπέρ του ενάγοντος για την προσωρινή χρήση της συζυγικής στέγης από την εναγομένη, «καθώς η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους οφείλεται σε γεγονότα αναγόμενα αποκλειστικά στο πρόσωπο του ιδίου».
Η διάταξη περί απομάκρυνσης του ενάγοντος, που εκδόθηκε με την Απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, αφορούσε την προστασία της εναγομένης από τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής βίας.
Ο εκ μέρους του ενάγοντος ισχυρισμός ότι φιλοξενείται, καθότι δεν διαθέτει έτερη οικία, ότι έχει προβλήματα υγείας και αυξημένες δανειακές υποχρεώσεις δεν έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο, το οποίο αφενός απεφάνθη ότι δεν αποδεικνύονται οι αγωγικοί του ισχυρισμοί καθώς προσκόμισε ουδέν αποδεικτικό μέσο ως προς αυτούς, αφετέρου το εκκαθαριστικό του σημείωμα υποδήλωνε την πολύ καλή οικονομική του κατάσταση, επομένως σε καμία περίπτωση οι ισχυρισμοί του δεν διασφαλίζουν αυτομάτως το δικαίωμα αξίωσης ανταλλάγματος.
Σημειώνεται ότι η εναγόμενη ισχυρίστηκε στις προτάσεις της ότι η άσκηση της αγωγής συνιστά κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), καθώς η εν λόγω ενέργεια εκδηλώθηκε στο πλαίσιο της καταγγελίας της για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος της. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν συνιστά ένσταση, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής.

Παρατηρήσεις

Το άρθρο 1393 AK θεσπίζει, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, μια ρύθμιση ενδοτικού δικαίου που, στηριζόμενη στην αρχή της επιείκειας, παρεκκλίνει από τις γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπράγματου δικαίου. Η διάταξη παρέχει στο δικαστήριο τη διακριτική εξουσία να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή μέρους του ακινήτου που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη. Η κρίση αυτή λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες κάθε συζύγου και το συμφέρον των τέκνων και είναι δυνατή ανεξάρτητα από την κυριότητα ή το δικαίωμα χρήσης του ακινήτου. Η δικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Ειδικώς, εάν το δικαίωμα χρήσης πηγάζει από σχέση εργασίας του ενός συζύγου με τρίτον, η παραχώρηση στον άλλο σύζυγο απαιτεί τη συναίνεση του τρίτου.

Παρόλο που το άρθρο 1393 ΑΚ δεν προβλέπει ρητώς την επιδίκαση εύλογου ανταλλάγματος στον αποχωρούντα σύζυγο ως αυτοτελή αξίωση, η νομολογία έχει δεχθεί τη δυνητική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιδικάσει τέτοιο αντάλλαγμα στον κύριο ή συγκύριο σύζυγο που αποχωρεί, ως αντιστάθμισμα για τη χρήση του ακινήτου του από τον άλλο. Η ευχέρεια αυτή θεμελιώνεται στην αρχή της επιείκειας και στις ειδικές συνθήκες, αποσκοπώντας στη δίκαιη αντιμετώπιση των μερών. Το αντάλλαγμα αυτό δεν είναι υποχρεωτικό και η κρίση του Δικαστηρίου δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη μισθωτική αξία, αλλά διαμορφώνεται με γνώμονα την επιείκεια (π.χ., την οικονομική κατάσταση των συζύγων).
Συνεπώς, η επιείκεια λειτουργεί ως κριτήριο για την παραχώρηση της χρήσης, αλλά και ως βάση για τη δυνητική επιδίκαση ανταλλάγματος, χωρίς ωστόσο να θεσπίζεται αξίωση εύλογου ανταλλάγματος υπέρ του αποχωρούντος συζύγου, καθώς δεν προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 1393 ΑΚ.

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι ο δικαστής μπορεί, κατά την παραχώρηση, να ορίσει παροχή ή ανταλλάγματα προς τον άλλο σύζυγο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του καθενός. Αυτό το γεγονός είναι δυνατόν να συνεκτιμηθεί κατά τον καθορισμό του ύψους της διατροφής που οφείλει ο υπόχρεος και κύριος της παραχωρούμενης στέγης στον άλλο σύζυγο ή στα τέκνα του (ΑΠ 495/2023, ΑΠ 985/2021, ΑΠ 1630/2002 ΤΝΠ-Νόμος). Είναι σημαντικό όμως να τονιστεί, ότι η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης δεν μπορεί να συμψηφισθεί με την οφειλόμενη διατροφή με την έννοια του άρθρου 440 ΑΚ, αλλά συνιστά απλώς μια συνεκτίμηση κατά τον καθορισμό του ύψους της διατροφής (210/2024 Εφ Θεσ, ΑΠ 495/2023, ΕφΘεσ 1302/2020, ΕφΛαρ 346/2015 ΤΝΠ-Νόμος).

Αικατερίνη Ιωαννίδου, Δικηγόρος LL.M. / ITLawyers V tsiotsikas & Partners Law Office

Verified by MonsterInsights